- γαβριάς
- οτύπος νεαρού έξυπνου, ζωηρού και καλόψυχου αλητάκου.[ΕΤΥΜΟΛ. Από το κύριο όν. Γαβριάς, ελλ. απόδοση του γαλλ. Gavroche, παιδικού ήρωα Των Αθλίων του V. Hugo].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαβριάς — ο έξυπνος, ζωηρός και ξέγνοιαστος αλητάκος: Στη γειτονιά μου μαζεύτηκαν οι γαβριάδες της περιοχής και με ξύπνησαν με τις φωνές τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλητόπαιδο — το και αλητόπαις, ο παιδί τού δρόμου, αλάνι, χαμίνι, γαβριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλήτης + παιδί] … Dictionary of Greek
μοσχομάγκα — η, και μοσχομάγκας, ο 1. μάγκας, μόρτης, αλανιάρης, αλήτης, γαβριάς 2. στον πληθ. μοσχομάγκες ονομασία που, κατά την περίοδο τής πολιτικής ανωμαλίας η οποία ακολούθησε τη δολοφονία τού Καποδίστρια, δόθηκε στους γαλλόφιλους τού Ναυπλίου, καθώς και … Dictionary of Greek
χαμίνι — το, Ν παιδί τού δρόμου, αλητόπαιδο, αλάνι, γαβριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gamin «πιτσιρίκος, αλητάκος». Η λ. πλάστηκε από τον Ιω. Ισιο. Σκυλίτση στη μετάφραση τών Αθλίων τού Β. Ουγκώ] … Dictionary of Greek
Αμβρακικού, δήμος — Νέος δήμος (4.742 κάτ.) του νομού Άρτης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Ανέζης, Βίγλας, Γαβριάς, Καλογερικού, Κορωνησίας, Πολυδρόσου, Ράχης, Στρογγυλής και Ψαθοτοπίου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα … Dictionary of Greek